- χειροποιήτου
- χειροποίητοςmade by handmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταπισερί — Διεθνώς αποδεκτός όρος για τον χαρακτηρισμό διακοσμητικού χειροποίητου υφαντού, λεπτής και επίπονης επεξεργασίας. Ο όρος είναι γαλλικός (tapisserie) και υποδηλώνει χαλί του τοίχου. Πριν από την εμφάνιση των χαλιών του τοίχου σκέπαζαν ολόκληρους… … Dictionary of Greek
αμμορριπή — Εκτόξευση με μεγάλη ταχύτητα άμμου ή μεταλλικών ρινισμάτων για τη λείανση, τον καθαρισμό ή την απόξεση μεταλλικών και άλλων επιφανειών. H α. χρησιμοποιείται ως προετοιμασία των επιφανειών για τις μετέπειτα κατεργασίες (συγκόλληση, βαφή κλπ.) ή… … Dictionary of Greek
τσεβρές — τσεβρές, ο και τσιβρές, ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. τσεμπέρι κεντητό. 2. είδος χειροποίητου (κυρίως) υφάσματος που είναι κατάλληλο για κέντημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия